Περιλήψεις εισηγήσεων
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ
Ξένια Πολίτου, Επιμελήτρια Συλλογής Νεοελληνικού Πολιτισμού Μουσείου Μπενάκη
Ενδυμασίες «εθνικές» ή τοπικές, παραδοσιακές ή λαϊκές;
Ζητήματα προσδιορισμού των νεοελληνικών ενδυματολογικών συνόλων μεταξύ του εθνικού και του τοπικού
Από τις πρώτες μελέτες και δημοσιεύσεις των ελληνικών ενδυμασιών στις αρχές του 20ού αιώνα έως και την πρόσφατη ανταπόκριση κοινού και ερευνητών στο συνέδριο αυτό, το οποίο συζητά την πορεία των «εθνικών ενδυμασιών» μέσα στον χρόνο, υπήρχε, και, απ’ ό,τι φαίνεται, εξακολουθεί να υπάρχει μια ρευστότητα στους όρους οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν τα ενδυματολογικά σύνολα της νεότερης Ελλάδας και, κυρίως, μια σύγχυση μεταξύ του τί ορίζουμε ως «εθνικό» και τί ως τοπικό.
Στην παρούσα ανακοίνωση θα επιχειρηθεί αφενός να ιχνηλατηθεί η ρευστότητα αυτή στην πορεία των χρόνων και να ερμηνευτεί ο κάθε όρος που έχει χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό των ελληνικών ενδυμασιών. Αφετέρου, θα γίνει μια προσπάθεια να εντοπιστούν οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην ταύτιση του τοπικού με το «εθνικό», ταύτιση η οποία έχει τις ρίζες της στις πρώτες ελληνικές ενδυματολογικές μελέτες, στην αλληλεπίδραση «εθνικών» και τοπικών ενδυματολογικών συνόλων, αλλά και στην επένδυση των τοπικών ενδυμασιών με πρόσθετο «εθνικό» συμβολικό φορτίο κατά τη χρήση τους σε διαφόρων μορφών τελετές και δρώμενα.
ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ:ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ, ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Α΄ Συνεδρία
Πολύμνια Συνοδινού, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Π.Μ.Σ «Βυζαντινές και Μεσαιωνικές Σπουδές»
polsynodinou@gmail.com
Προσεγγίσεις των «εθνικών» ενδυμασιών:
«Κριτήρια» ένταξης ενδυμασιών εκτός ελλαδικής επικράτειας στην ιστορία της ελληνικής ενδυμασίας (19ος-21ος αιώνας)
Η παρούσα ανακοίνωση αποτελεί μια άλλη προσέγγιση του «εθνικού», κυρίως με την έννοια του συνόλου των ενδυμασιών που αποτελούν αυτό που θα ονομάζαμε ελληνικές ενδυμασίες, τόσο στον τομέα των εκδόσεων όσο και των μουσειακών συλλογών με ικανό αριθμό ενδυματολογικών συνόλων (Μουσείο Μπενάκη, Συλλογή Ενδυμασιών Β. Καρέλια). Θα προσπαθήσουμε, επομένως, να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιές είναι εκείνες οι ενδυμασίες που εντάσσονται στις λεγόμενες «εθνικές».
Το ερευνητικό ζητούμενο τίθεται με βάση την παρουσία στις παραπάνω συλλογές των ενδυμασιών από τη Β. Ήπειρο, την Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή της Μ. Ασίας, οι οποίες συνυπολογίζονται ως «εθνικές». Η επιλογή αυτή, αναμφίβολα, δεν είναι άφιλτρη, αλλά προέρχεται από κομβικές συγκυρίες ήδη από τον 19οαιώνα έως και σήμερα: ιστορικές καταστάσεις, συλλεκτική επιλογή, γεωγραφικές μεταβολές, η κοινή ομιλούσα γλώσσα. Επομένως, με βάση το δημοσιευμένο υλικό όσον αφορά τις λεγόμενες «εθνικές» ενδυμασίες, όπως αρχικά τις χαρακτήρισε η Αγγελική Χατζημιχάλη, όσο και τα σύνολα στις προθήκες των μουσείων σήμερα, θα γίνει διερεύνηση των κριτηρίων και των παραγόντων ένταξης ενός ενδυματολογικού συνόλου στη γενικότερη ιστορία της ελληνικής ενδυμασίας.
Νότα Σεφερλή, Φιλόλογος-Εκπαιδευτικός, Μ.Α στη Δημιουργική Γραφή, Μ.Α στην Παιδαγωγική των Νέων Ελληνικών
Η φουστανέλα ως παρουσία και ως απώλεια στο εθνικό μας αφήγημα:
Ταυτοτικές αναζητήσεις με φόντο το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης
Μολονότι μιλάμε για «εθνικές ενδυμασίες», γυναικεία και ανδρική, η φουστανέλα συνδέθηκε πρωτίστως με τον λόγο περί έθνους κατά τα πρώτα εκατό χρόνια του
ελεύθερου πολιτικού μας βίου. Άλλοτε ως παρουσία και άλλοτε ως απώλεια, ενδεχόμενη ή συντελεσμένη, απασχόλησε τον Τύπο και τη λογοτεχνική παραγωγή, αποτυπώνοντας στις πτυχές της την περιπέτεια του εθνικού κράτους να συγκροτήσει τη διακριτή του ταυτότητα.
Τα επιλεχθέντα κείμενα (λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά), τεκμήρια της εξεταζόμενης περιόδου, αποτελούν το ερευνητικό πεδίο, για να παρακολουθήσουμε αυτή τη διαδικασία, το πώς δηλαδή αντιλαμβάνεται ο Έλληνας τον εαυτό του σε μια ιδιαίτερα μεταιχμιακή «στιγμή», όπου η παράδοση συναντά τη νεωτερικότητα, η ταυτότητα την ετερότητα και η πρόκληση του εξευρωπαϊσμού το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης.
Από τη διερεύνηση των κειμένων προκύπτει ότι πρόκειται για επώδυνη διαδικασία με ολισθήματα και αντιφάσεις. Η εισροή του νέου και αλλότριου, με τη μορφή προσώπων, θεσμών και ηθών, προκαλεί στην παραδοσιακή κοινωνία έντονο άγχος και σύγχυση, κακέκτυπες απομιμήσεις και αντιστάσεις, έντονη αμφιθυμία απέναντι στους ξένους, που ενεργοποιούν εθνικιστικά ανακλαστικά και ταυτοτικά ερωτήματα. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, το ερώτημα «φουστανελάς ή πανταλονάς;», ακόμα κι όταν προσλαμβάνει κωμικές διαστάσεις, εκφράζει ένα σοβαρό δίλημμα για τις κατευθύνσεις του έθνους και την προσπάθειά του να αυτοπροσδιοριστεί σε μια ρευστή εποχή, όπου ό,τι συγκροτεί κάθε φορά το παρόν φαίνεται να συμπιέζεται ασφυκτικά από την παρουσία ενός ένδοξου παρελθόντος και την προσδοκία ενός εξίσου ένδοξου μέλλοντος.
Γεώργιος Η. Κόνδης, Κοινωνιολόγος, Μέλος Ε.ΔΙ.Π. Σχολής Καλών Τεχνών - Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Le pallikare: Η γαλλική αντίληψη και προβολή της ελληνικής εθνικής φορεσιάς - Διαμόρφωση, συμβολισμοί και πρακτικές (1821-1900)
Η Ελληνική Επανάσταση δημιούργησε δύο μοναδικά φαινόμενα στην Ευρώπη της Ιεράς Συμμαχίας του 19ουαιώνα: την ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών και το φιλελληνικό κίνημα. Οι τρόποι, με τους οποίους οι «Άλλοι» αντιλαμβάνονται πλέον τον Έλληνα και την κοινωνία του, αλλάζουν επίσης ριζικά.
Το φιλελληνικό κίνημα θα ανακαλύψει, θα κατασκευάσει και θα καθορίσει σειρά εθνολογικών χαρακτηριστικών του αναγεννώμενου Έλληνα, μεταξύ των οποίων και την εθνική φορεσιά, το «εθνικό κοστούμι». Δεν είναι τυχαίο ότι η εθνική ελληνική φορεσιά βρέθηκε ανάμεσα σε δυο ενδυματολογικούς «γίγαντες», την αρχαιοελληνική ένδυση και τη σύγχρονη ευρωπαϊκή που κατακτά τον ελληνικό χώρο από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ιδιαίτερα ο Γαλλικός Φιλελληνισμός θα επιδράσει πολλαπλώς στον (καθ)ορισμό των χαρακτηριστικών της ελληνικής εθνικής φορεσιάς. Μέσω της γαλλικής εννοιολογικής συγκρότησης του «Παλικαριού», οργανώνεται και προβάλλεται το πρότυπο της ελληνικής φορεσιάς που θα υιοθετηθεί στις αρχές του πρώτου σύγχρονου ελληνικού κράτους, χρησιμοποιώντας τις ιστορικές, λαογραφικές και κοινωνικές συνιστώσες του.
Από την αντίληψη αυτή, κατά μεγάλο μέρος, θα πηγάσουν ακόμη και πολιτικοί ενδυματολογικοί συμβολισμοί (Όθων/Αμαλία, Μαυροκορδάτος/ Κωλέττης, Αλ. Στριφτόμπολας).
Αφροδίτη Κουκή, Υπ. διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης Πανεπιστημίου Κρήτης
Οι «εθνικές» ενδυμασίες στο πλαίσιο της «λαϊκής» τέχνης:
Οργανωμένες προσπάθειες προσέγγισής τους (τέλη 19ου – αρχές 20ού αιώνα)
Αναπόσπαστο κομμάτι της μελέτης της «λαϊκής» – παραδοσιακής τέχνης του ελληνικού χώρου αποτελούν οι παραδοσιακές ενδυμασίες. Στην παρούσα ανακοίνωση, εντοπίζοντας τις πρώτες προσπάθειες ανάδειξης, διάδοσης και διάσωσης της παραδοσιακής τέχνης, θα ερευνηθεί το πώς προσεγγίζονται, για ποιό λόγο συλλέγονται οι «εθνικές» ενδυμασίες και πώς χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια κατασκευής της ελληνικότητας και της εθνικής ταυτότητας. Πότε, από ποιούς και υπό ποιές ιστορικές, κοινωνικές, ιδεολογικές συνθήκες ξεκινούν οι πρώτες αυτές προσπάθειες; Το Λύκειο των Ελληνίδων, σαφώς εμπνευσμένο από μια διαδεδομένη ευρωπαϊκή ιδέα, αποτελεί την πρώτη συστηματική προσπάθεια ανάδειξης των παραδοσιακών μορφών του πολιτισμού και βασικό σταθμό στη μελέτη της παραπάνω πορείας για την εδραίωση των «εθνικών» ενδυμασιών.
Β΄ Συνεδρία
Αναστασία (Νάνσυ) Χαρμαντά, Υπ. διδάκτωρ του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου
nancyhrmnt3@gmail.com
«Βασιλικές» προσεγγίσεις του «εθνικού» ενδύματος
Το ένδυμα αποτέλεσε ένα από τα πρώτα στοιχεία που επελέγησαν από τη βασιλική εξουσία προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως εθνικό σύμβολο. Διαμορφωμένο ή όχι, ανάλογα με τις ανάγκες που υπαγόρευε η ιδεολογία της εποχής, υιοθετήθηκε για τις περιστάσεις που οι βασιλείς έρχονταν σε επαφή με τον λαό, προκειμένου να δημιουργήσουν μια αίσθηση οικειότητας και να προβάλουν την ιδέα του συνανήκειν.
Η ιδέα εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από το βασιλικό ζεύγος του Όθωνα και της Αμαλίας, με τη διαμόρφωση δύο ενδυματολογικών τύπων που αποδείχθηκαν εξαιρετικά ανθεκτικοί στον χρόνο. Το παράδειγμά τους μιμήθηκε την επόμενη περίοδο η βασίλισσα Όλγα, δημιουργώντας ένα νέο γυναικείο «εθνικό» αυλικό ένδυμα, που φορέθηκε και από τις πριγκίπισσες. Παρά το γεγονός ότι προσομοίαζε περισσότερο στον τύπο της μεσογείτικης φορεσιάς, δεν διατηρήθηκε ούτε εξαπλώθηκε σε χρήση όπως εκείνο της Αμαλίας. Οι δύο ενδυματολογικοί τύποι φαίνεται να αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό τις προσωπικότητες των δύο γυναικών. Η βασίλισσα Σοφία διέκοψε αυτή την παράδοση, που θα επανέλθει πολύ αργότερα με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία όμως δεν δημιουργεί ιδιαίτερο «εθνικό» ένδυμα. Επιλέγει τη χρήση τοπικών ενδυμασιών κατά περίσταση και μαζί της οι πριγκίπισσες Σοφία και Ειρήνη. Ο βασιλιάς Παύλος εμφανίζεται επίσης με τοπική φορεσιά, αν και σπάνια. Η Άννα Μαρία, τελευταία βασίλισσα, θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Φρειδερίκης, αλλά όχι και ο Κωνσταντίνος.
Η εισήγηση παρακολουθεί αυτή την πορεία της χρήσης των «εθνικών» ενδυμασιών, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρουσες αναλογίες με σύγχρονες εμφανίσεις που εξυπηρετούν παρόμοιους σκοπούς.
Ελένη Παπαθωμά, Ιστορικός-Λαογράφος, Επιμελήτρια Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού
«Φέρουσα στολήν ελληνικήν»:
Η επίσημη ενδυμασία της βασίλισσας Όλγας ως περίπτωση θεσμικής αξιοποίησης μιας τοπικής φορεσιάς
Το 1863 ο Δανός πρίγκιπας Γεώργιος στέφεται βασιλιάς της Ελλάδας και το 1867 παντρεύεται τη Ρωσίδα πριγκίπισσα Όλγα, δίνοντας έτσι στη χώρα την πρώτη ορθόδοξη χριστιανή βασίλισσά της. Όπως και οι Γερμανοί προκάτοχοί τους Όθων και Αμαλία, το νέο βασιλικό ζεύγος ενσωματώνει στοιχεία και παραδόσεις του εγχώριου πολιτισμού στη δημόσια εικόνα του, επιδιώκοντας την αποδοχή του από τους αλλοεθνείς υπηκόους του. Σε αυτό το πλαίσιο, και με αφορμή τον πανηγυρικό εορτασμό της πεντηκοστής επετείου της Ελληνικής Επανάστασης, η Όλγα εισάγει για την ίδια και τις κυρίες της ακολουθίας της μια επίσημη ενδυμασία που συνδυάζει στοιχεία της τοπικής φορεσιάς της Αττικής με την ευρωπαϊκή και την αυλική μόδα της εποχής. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση αναγωγής μιας τοπικής φορεσιάς σε «εθνική» μέσα από την αξιοποίησή της ως μέρους της εικόνας της βασιλείας, που αποτελούσε τότε τον ανώτερο θεσμό του έθνους-κράτους.
Με αφορμή την παρουσίαση του αυθεντικού επενδύτη της βασίλισσας Όλγας από τη Συλλογή Τατοΐου στην περιοδική έκθεση του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού «Αντίδωρα του ’21: Ήρωες και σύμβολα», πραγματοποιήθηκε ιστορική έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας θα παρουσιαστούν στην προτεινόμενη ανακοίνωση. Αξιοποιώντας αρχειακές πηγές, βιβλιογραφικές αναφορές και το διαθέσιμο σε μουσειακές συλλογές υλικό, θα προσδιοριστεί για πρώτη φορά ο ακριβής χρόνος της δημιουργίας της ενδυμασίας αυτής, θα επιχειρηθεί η τοποθέτησή της στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής και θα εξεταστεί η απήχηση και η σημασία της ως μέρους της βασιλικής εικόνας.
Δρ. Τατιάνα Κουσουλού, Συντηρήτρια Υφάσματος, Διεύθυνση Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Ο επενδύτης της Βασίλισσας Όλγας (1870): Διάσωση, συντήρηση, ανάδειξη
Είναι γνωστό ότι η Βασίλισσα Όλγα της Ελλάδος (1851-1926) καθιέρωσε ειδικό ένδυμα, το οποίο έπρεπε να φορούν οι Κυρίες της Αυλής τις ημέρες των εορτών. Σταδιακά επέκτεινε την καθιέρωση του εθνικού ενδύματος και στις άλλες επίσημες εκδηλώσεις που οργάνωνε στο Παλάτι. Το ειδικά σχεδιασμένο ένδυμα έφερε έντονα τα στοιχεία της νυφικής και γιορτινής φορεσιάς της Αττικής, σε συνδυασμό με στοιχεία από ευρωπαϊκά ενδύματα.
Ένα μοναδικό αυθεντικό κομμάτι της φορεσιάς αυτής, ο αμάνικος επενδύτης σε πορφυρό χρώμα, βρέθηκε στο εσωτερικό του ανακτόρου Τατοΐου το 2007 και έφερε το όνομά της. Δυστυχώς, το ένδυμα ήταν σε προχωρημένο στάδιο αποσύνθεσης και χρειάστηκαν ειδικές τεχνικές για τη διάσωση και συντήρησή του, την ασφαλή του διατήρηση για πάνω από 10 χρόνια και την τελική του ανάδειξη και παρουσίαση το 2021, στο πλαίσιο του εορτασμού της χώρας για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.
Στην ανακοίνωση αυτή θα αφηγηθούμε την ιστορία του, από τη στιγμή της διάσωσης, από το προσωπικό της Διεύθυνσης Συντήρησης Αρχαίων και Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, μέχρι την έκθεσή του στο Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού το καλοκαίρι του 2021. Πρωτοποριακές μέθοδοι συντήρησης, για τα ελληνικά δεδομένα, θα αναδείξουν τη σύγχρονη τεχνογνωσία που παρέδωσε αυτό το μοναδικό κειμήλιο στο κοινό.
Σπύρος Κουλοχέρης, Δικηγόρος
Δρ. Χρύσα Καπαρτζιάνη, Δικηγόρος
Μυρσίνη Πήχου, Υπ. διδάκτωρ στην Iστορία της Τέχνης
Aπό τον τσολι-ά στον εύ-ζωνα.
Κανονιστικές ρυθμίσεις και φαντασιακές επενδύσεις του επίσημου ενδύματος της Προεδρικής Φρουράς
Οι Εύζωνες, με την επίσημή τους στολή, φαίνεται να είναι για το συλλογικό ασυνείδητο των Ελλήνων οι φέροντες την κατεξοχήν ανδρική «εθνική ενδυμασία». Συγκροτούν δε μια εικόνα άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νεότερη ελληνική ιστορία αλλά και την ελληνική πρωτεύουσα. Η μακρά ιστορία του συγκεκριμένου ενδυματολογικού συνόλου και η σύνδεσή του με την εθνική μας ταυτότητα αποτελεί πολύ συχνά θέμα έρευνας και συζήτησης. Ποιοί είναι, όμως, οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν τα στοιχεία και τη χρήση της στολής αυτής από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα μέχρι την Προεδρική Φρουρά τού σήμερα; Πώς αποτυπώνονται οι συμβολισμοί της συγκεκριμένης ενδυμασίας στις ρυθμίσεις αυτές; Πώς όλα αυτά συνδέονται με την προϊστορία της συγκεκριμένης στολής και πώς από τις άτακτες ομάδες της επαναστατημένης Ελλάδας περάσαμε σε ένα απόλυτα ρυθμισμένο και οργανωμένο τελετουργικό τμήμα του Ελληνικού Στρατού; Πώς η μετάβαση αυτή απεικονίζεται στο ίδιο το ύφασμα;
Η παρούσα ανακοίνωση επιχειρεί να ερευνήσει, τόσο μέσα από το πρίσμα μιας δογματικής νομικής ανάλυσης όσο και μέσα από την Κοινωνιολογία του Δικαίου, ακόμα μια φορά τους κανόνες, γραπτούς και άγραφους, που διέπουν ένα συγκεκριμένο ένδυμα. Η παρούσα έρευνα αποτελεί μια πτυχή του ερευνητικού έργου της ομάδας «Ένδυμα & Νόμος».
ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥΣ, ΠΑΡΕΛΑΣΕΙΣ, ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ, ΑΘΛΗΤΙΚΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
Γ΄ Συνεδρία
Λίλυ Άντζακα, Λαογράφος
«Όλας τας ελληνικάς ενδυμασίας ...» ή πώς συγκροτείται η εθνική επικράτεια: Η Μεγάλη Εθνική Εορτή του Λυκείου των Ελληνίδων, Στάδιο, 1914
Στην Ελλάδα σήμερα οι τοπικές ενδυμασίες αποτελούν συλλήβδην κατάλληλο και μάλιστα κεντρικό στοιχείο των εθνικών εορτασμών. Πρόκειται για μια εξέλιξη των τελευταίων σαράντα ετών που συνδέεται, μεταξύ άλλων, και με τον κύκλο εργασιών που έχει ανοίξει με τα εκατοντάδες χορευτικά συγκροτήματα και τα δεκάδες εργαστήρια παραγωγής αντιγράφων εθνικών ενδυμασιών, και που δημιουργεί κατά περίσταση συνδηλώσεις και ρητορεία, τοπικές ή ευρύτερα γεωγραφικές, σε συνάρτηση με το εορταζόμενο γεγονός ή γενικότροπα με την επίκληση της παράδοσης. Σε άλλες, σπανιότερες περιπτώσεις, ένας αριθμός, μικρός ή μεγάλος, τοπικών ενδυμασιών, οργανώνεται ως πανόραμα των τόπων, περιοχών και ανθρώπων που συγκροτούν τον (ιδεατό-φαντασιακό) εθνικό χώρο.
Αυτό το τελευταίο πραγματώνεται για πρώτη φορά ρητά, δημόσια και με βάση το ένδυμα σε μια εκδήλωση του Λυκείου των Ελληνίδων στο Παναθηναϊκό Στάδιο το 1914, εκδήλωση που η Καλλιρρόη Παρρέν χαρακτηρίζει ως «μίαν ζωντανήν εθνολογικήν έκθεσιν της Παλαιάς και Νέας Ελλάδος μαζή». Παρόλο που το γεγονός είναι γνωστό στη βιβλιογραφία, θέτει εντούτοις ακόμη ερωτηματικά εφόσον αποκλίνει από τον έως τότε προσανατολισμό του Λυκείου προς τα πρότυπα της αρχαιότητας και τις νεοελληνικές τους εφαρμογές. Εκτός λοιπόν από την εγχώρια ιστορική συγκυρία και εκτός από ανάλογες αναζητήσεις πνευματικών κύκλων της αλλοδαπής και την επίδρασή τους στην Ελλάδα, εξετάζεται η πιθανή σχέση με πομπικά δρώμενα ιστορικού περιεχομένου στις χώρες της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.
Φωτεινή Κωστάκου, Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας
Η εθνική ενδυμασία και η ελληνική λαϊκή φορεσιά στις Δελφικές Εορτές
Στην παρούσα ανακοίνωση θα αναφερθούμε στην εθνική ενδυμασία και στη λαϊκή φορεσιά όπως παρουσιάστηκαν στα πλαίσια των Δελφικών Εορτών που διοργάνωσαν ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός με τη γυναίκα του Εύα Palmer Σικελιανού. Οι Δελφικές Εορτές πραγματοποιήθηκαν το 1927 και το 1930 και περιλάμβαναν παραστάσεις τραγωδίας, αθλητικούς και ιππικούς αγώνες, δημοτικούς χορούς και τραγούδια αλλά και εκθέσεις λαϊκής τέχνης, τις οποίες είχε επιμεληθεί, σε συνεργασία βέβαια με τους διοργανωτές, η σημαντική Ελληνίδα συγγραφέας και λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη. Πολλές μελέτες έχει δημοσιεύσει η Χατζημιχάλη από τις έρευνές της για την ελληνική λαϊκή τέχνη και παράδοση, από τις οποίες ξεχωρίζει το δίτομο έργο «Η ελληνική λαϊκή φορεσιά». Στην οικία της Χατζημιχάλη στην Πλάκα στεγάζεται το Κέντρο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης όπου εκτίθενται πολλές λαϊκές φορεσιές. Στις Δελφικές Εορτές παραβρέθηκαν άνθρωποι από όλο τον κόσμο, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή τόσο με το αρχαιοελληνικό όσο και με το λαϊκό στοιχείο. Στις χορευτικές παραστάσεις που πλαισίωναν τα διάφορα δρώμενα, οι παρευρισκόμενοι μπορούσαν να παρατηρήσουν την «εθνική ενδυμασία» αλλά και τις κατά τόπους λαϊκές φορεσιές που φορούσαν οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι της επαρχίας. Μπορούσαν μάλιστα και οι ξένοι να τις φορέσουν βιώνοντας έτσι την ελληνική λαϊκή κουλτούρα. Σκοπός της εργασίας είναι να αναδείξουμε τον τρόπο με τον οποίο η σπουδαία φωτογράφος Nelly’s (Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη) απαθανάτισε με τον φακό της τις λαϊκές ενδυμασίες στις Δελφικές Εορτές, τονίζοντας τόσο την καλλιτεχνικότητα (τεχνική bromoil) όσο και την ιδεολογική και συμβολική διάσταση των φωτογραφιών της. Τέλος, θα θίξουμε την απήχηση που είχαν οι λαϊκές ενδυμασίες και στο ευρύτερο κοινό μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό ξένων φωτογράφων, όπως ο Maynard Owen Williams στο περιοδικό «The National Geographic».
Κωνσταντίνα Μπάδα, Ομ. καθηγήτρια Πανεπιστημίου Ιωαννίνων,
Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Τομέας Λαογραφίας
Φουστανέλες και ντουλαμάδες ως επιτελεστικές διαδικασίες συγκρότησης της ιστορικής συλλογικής μνήμης και ταυτότητας στο Μεσολόγγι
Η ανακοίνωση, μέσα από μια ιστορικο-ανθρωπολογική και εθνογραφική προσέγγιση, ανιχνεύει την ιστορικότητα της ανδρικής ενδυμασίας του «πολυσήμαντου» ντουλαμά στο Μεσολόγγι, ενώ παράλληλα διερευνά τον ρόλο, τη σημασία και τα νοήματα που εμπεριέχει αυτό το ρούχο, ως κατεξοχήν πεδίο που εμπλέκεται στις επιτελέσεις της ιστορικής και συλλογικής μνήμης της επαρχιακής αυτής πόλης , στις διαδικασίες επίσης συγκρότησης της τοπικής και εθνικής ταυτότητας.
Η ενδυμασία του ντουλαμά αναδεικνύεται σε ένα «τελετουργικό», κατά βάση, ρούχο που ντύνει διάφορες τοπικές συλλογικότητες (συλλόγους, ομάδες, οικογένειες, γενιές) και επιτελεί, μαζί με άλλα τελετουργικά μέσα, τις δύο μεγάλες τοπικές μνημονικές τελετές και τις συλλογικές μνήμες της πόλης: τη συλλογική μνήμη της εξόδου των Μεσολογγιτών το 1826 και την ιστορικο-θρησκευτική μνήμη του πανηγυριού του Άη Συμιού. Με τη σειρά τους, η ιστορική και συλλογική μνήμη γίνονται το όχημα συγκρότησης της τοπικής ταυτότητας αλλά και άλλων ταυτοτήτων (έμφυλων, π.χ.).
Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας, Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Σύγχρονες τελετουργικές χρήσεις των «εθνικών ενδυμασιών»:
Μεταξύ λαϊκής θρησκευτικότητας και εθνοτοπικής ταυτότητας
Η σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και η εθιμική εμπειρία δείχνουν ότι όλο και περισσότερο η συμβολοποίηση των ελληνικών «εθνικών ενδυμασιών» κερδίζει έδαφος στην εκκλησιαστική ζωή και στις ανάλογες τελετουργίες. Πρόκειται για ένα φαινόμενο κατεξοχήν αστικό, που βαθμιαία άρχισε να εξαπλώνεται και στην ελληνική επαρχία, κυρίως στα κατά τόπους ελληνικά επαρχιακά αστικά κέντρα. Εννοούμε με αυτό την παρουσία νέων και των δύο φύλων, ντυμένων με τις τοπικές ενδυμασίες ενός ή και περισσότερων ελληνικών τόπων, που παίρνουν μέρος σε διάφορες φάσεις των πανηγυριών, ή σε κάθε είδους εκκλησιαστικές πομπές και λιτανείες, ή ακόμη και στις υποδοχές εικόνων και λειψάνων σε διάφορες ενορίες, ένα σύγχρονο και λαογραφικό φαινόμενο που αυξάνεται στις μέρες μας και αποτελεί μια μεθοριακή μορφή μεταξύ των εκδηλώσεων της λαϊκής θρησκευτικότητας και της παγίωσης και έκφρασης μιας εθνοτοπικής ταυτότητας. Το φαινόμενο αυτό μελετούμε στο πλαίσιο της ανακοίνωσης αυτής, εξετάζοντας πώς οι μορφές του σύγχρονου δημόσιου και εκκλησιαστικού τελετουργικού διαπλέκονται με τις τοπικές ταυτότητες των αστικών πληθυσμών για να διαμορφώσουν σύγχρονες εθιμοταξίες.
Δ΄ Συνεδρία
Ιωάννα Παπαντωνίου, Σκηνογράφος-Ενδυματολόγος, Πρόεδρος ΠΛΙ
pff@otenet.gr
«Βλαχούλες», τσολιαδάκια και «Αμαλίες»:
Από το αποκριάτικο στο ένδυμα παρελάσεων
Μια επισκόπηση στο φαινόμενο της ευφάνταστης, «χιουμοριστικής» και κυρίως αυθαίρετης χρήσης των εθνικών ενδυμασιών από μικρά παιδιά, τόσο τις Απόκριες όσο και σε παρελάσεις, θεατρικά σκετς, κ.λπ., στις εθνικές εορτές και ειδικά την 25η Μαρτίου.
Η έμπνευση για τις «βλαχούλες» προέρχεται από τη νυφική φορεσιά της Αττικής.
Τα γνωστά «τσολιαδάκια» φορέθηκαν σε απίστευτες παραλλαγές που ξεπερνάνε τα όρια του χιούμορ.
Δεν λείπουν βεβαίως οι «Αμαλίες», που οι μαμάδες, στην προσπάθειά τους να αποδώσουν την κομψή αστική φορεσιά, μετέφραζαν τα πολύτιμα υλικά σε φτηνά σατέν και φόδρες, κακής ποιότητας βελούδα και σιρίτια.
Μαρία Καραχάλιου, Πτυχιούχος του Τμήματος Ελληνικού Πολιτισμού της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Αντιπρόεδρος του Λυκείου των Ελληνίδων Βρυξελλών και Έφορος του Καλλιτεχνικού Τμήματος και του Τμήματος Εθνικών Χορών
karahalioumaria@gmail.com
Οι «εθνικές ενδυμασίες» ως έκφραση της εθνικής ταυτότητας στο πλαίσιο της εκάστοτε θεσμικής τους επιτέλεσης στον χώρο της ελληνικής Διασποράς στο Βέλγιο
Η εισήγηση αποτελεί μια σύντομη ιστορική αναφορά στη διαδρομή της νεοελληνικής Διασποράς και τη διαδικασία κοινωνικοποίησης και διαμόρφωσης της ταυτότητας σε περιπτώσεις συνάντησης και αλληλεπίδρασης πολιτισμών. Οι Έλληνες της Διασποράς θα αναζητήσουν τρόπους για να κρατήσουν στη νέα τους πατρίδα κάθε εθνικό και πολιτιστικό στοιχείο, το οποίο θα συντηρούσε το κεφάλαιο της ελληνικής τους καταγωγής και ταυτότητας. Οι εκδηλώσεις των εθνικοτοπικών σωματείων, οι σχολικές γιορτές κατά τις εθνικές επετείους και οι εθνικές παρελάσεις για τις επετείους της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου (όπου αυτό είναι εφικτό), στοχεύουν στη διατήρηση των εθνικών και πολιτιστικών στοιχείων της ταυτότητάς τους.
Οι εθνικές ενδυμασίες, συχνά μαζί με τους εθνικούς χορούς και τη δημοτική μουσική, παίζουν σημαντικό συμβολικό ρόλο στη διατήρηση των εθνικών αξιών και της πολιτιστικής κληρονομιάς και στη δημιουργία ενός συναισθήματος ενότητας στην απομακρυσμένη από το κέντρο κοινότητα.
Στην περίπτωση της Διασποράς το θέμα της εθνικής ταυτότητας είναι συνάρτηση του χρόνου απομάκρυνσης από το κέντρο και φυσικά ορίζεται από τη γλώσσα, τα θρησκευτικά έθιμα, τον κυρίαρχο εθνικό μύθο και τις άλλες κοινοτικές δραστηριότητες. Σε αυτή την περίπτωση η κάθε δραστηριότητα εμπεριέχει την υπογράμμιση της ταυτότητας, την ταλάντωση από τους παράγοντες του χρόνου, της απόστασης, των προσμίξεων, αλλά και μιας άλλης διάστασης, αυτής της διάχυσης παραδοσιακών στοιχείων στους αλλογενείς της χώρας υποδοχής.
Μετά από συνεχή τριακονταετή διαμονή στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) και συμμετοχή στα κοινά θα αντλήσω κάποια παραδείγματα για να επαναπροσδιορίσω τη σχέση της εθνικής ενδυμασίας με την εθνική ταυτότητα χρησιμοποιώντας τις προαναφερθείσες ορίζουσες με βάση: (α) την εμπειρία από τους εθνικοτοπικούς συλλόγους που απευθύνθηκαν στους πρώτους Έλληνες μετανάστες, (β) την προσωπική μου εμπειρία από τις δραστηριότητες του Λυκείου Ελληνίδων Βρυξελλών, το οποίο ιδρύθηκε το 1992 και απευθύνθηκε στο δεύτερο ρεύμα Ελλήνων μεταναστών, κυρίως τεχνοκρατών, με την είσοδο της Ελλάδας στην Ε.Ε., και (γ) την εμπειρία από ένα χορευτικό σωματείο, το οποίο ιδρύθηκε στην Αμβέρσα τη δεκαετία του ’60 από το πρώτο κύμα Ελλήνων μεταναστών και, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέχρι και σήμερα, συνεχίζει τη λειτουργία του απευθυνόμενο αποκλειστικά σε αλλογενείς προσφέροντάς τους απλόχερα και μυώντας τους στην ελληνική παράδοση (με σεμινάρια, μουσική, χορούς, ενδυμασίες, ήθη και έθιμα), η οποία έχει γίνει μέρος της βασικής τους ευδαιμονίας.
Δεδομένου ότι από το 2010 και μετά έχει αρχίσει το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα με επαγγελματίες όλων των ειδικοτήτων, παραμένει καίριο το ερώτημα της εθνικής ταυτότητας μέσα στο διεθνές γίγνεσθαι: ποιές είναι οι ορίζουσες για την εθνική ταυτότητα μέσα στη νέα πραγματικότητα και πόσο η εθνική ενδυμασία συνεισφέρει στη συνειδητοποίηση αυτής της ταυτότητας μέσα στο ταξίδι του χρόνου και του χώρου.
Αγγελική Ρουμελιώτη, Υπεύθυνη Συλλογών Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος «Β. Παπαντωνίου»
angelarou@yahoo.com
«...Και φόρεσα της λευτεριάς, τα ρούχα τα γραμμένα, σημάδια της ελευθεριάς, καθάρια, τιμημένα...»:
Οι Ομάδες Ιστορικής Αναβίωσης του 1821 και οι ενδυμασίες τους
Από τα τέλη του 20ού αιώνα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα οι πρώτες Ομάδες Ιστορικής Αναβίωσης, οι οποίες εικονογραφούν «αρματωμένους αγωνιστές» από την προεπαναστατική περίοδο έως και τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του νέου ελληνικού κράτους, στα πρότυπα αντίστοιχων ομάδων του εξωτερικού. Στόχος τους είναι το «ζωντάνεμα» της περιόδου, με την «εξομοίωση» των συνθηκών που βίωσαν οι Έλληνες την εποχή εκείνη, σε μάχες και στρατόπεδα ατάκτων στρατιωτών, ώστε να μεταφέρουν ζωντανά, στο κοινό, την ιστορική «αλήθεια».
Αρχικά, οι πρώτες ομάδες οργανώθηκαν από παρέες φίλων (ανδρών), που αγαπούσαν την ιστορία εκείνης της περιόδου και τους άρεσε να ταξιδεύουν, μετά από πρόσκληση τοπικών φορέων, για να παραβρεθούν σε παρελάσεις, επιδεικνύοντας τη φορεσιά και τον οπλισμό τους στις γιορτές της Εξόδου του Μεσολογγίου, της Άλωσης της Τριπολιτσάς, κ.λπ. Εκτός αυτού, η αποδοχή του κοινού, οι προσωπικές φιλοδοξίες αλλά, κυρίως, η άνοδος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η ευκολία που δίνουν στην ενημέρωση και την επικοινωνία οι εκδηλώσεις για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821, καθώς και οι τηλεοπτικές-κινηματογραφικές παραγωγές με το ίδιο θέμα είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μεγάλου αριθμού Ομάδων Ιστορικής Αναβίωσης με έδρα κυρίως την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα.
Στην προτεινόμενη εισήγηση θα γίνει αναφορά στα ενδυματολογικά σύνολα που χρησιμοποιούν οι αναβιωτές, κυρίως στη φορεσιά με φουστανέλα, και θα εξεταστεί ο τρόπος που την προσεγγίζουν, πώς αποκωδικοποιούν τα μηνύματά της, η επίδρασή της στους αναβιωτές αλλά και στο κοινό, τα ενδυματολογικά τεχνάσματα που χρησιμοποιούν, καθώς και οι επιδιώξεις τους για την αυθεντικότητα, την αλήθεια και την ψευδαίσθηση.
Ζωή Αρβανιτίδου, Λέκτορας και ερευνήτρια, Τμήμα Υγείας, Φυσικής Αγωγής και Μελέτης Καταναλωτών, Παιδαγωγική Σχολή, Πανεπιστήμιο Μάλτας
zoi_ar@hotmail.com
Κατασκευή, ενίσχυση και προβολή της εθνικής ταυτότητας μέσω των αθλητικών στολών
Οι αθλητικές ικανότητες κάθε έθνους θεωρούνται βασικό χαρακτηριστικό της εθνικής ταυτότητας, ιδίως όταν αυτή αμφισβητείται. Οι στολές των αθλητών βοηθούν στην κατανόηση της εθνικής ταυτότητας, επειδή προβάλλουν, από την πρώτη κιόλας στιγμή, με τα χρώματά τους, τα σύμβολα και τις απεικονίσεις τους, τις αξίες ενός έθνους, την ενότητά του και τη διαφορετικότητά του από τα υπόλοιπα.
Καθώς η εθνική ταυτότητα κατασκευάζεται και ενισχύεται μέσω συμβόλων που χρησιμοποιούνται καθημερινά, είναι φυσικό το ένδυμα και η μόδα να μπορούν να την ενισχύσουν, κάτι που συμβαίνει εντονότερα με τις αθλητικές στολές. Οι διεθνείς αθλητικές αναμετρήσεις προσφέρουν ευκαιρίες για να προβληθεί ή να επαναπροσδιοριστεί ένα έθνος στον υπόλοιπο κόσμο.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες με την παγκόσμια συμμετοχή αθλητών, λόγω της ανταγωνιστικής φύσης τους, είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου προβάλλονται οι εθνικές ταυτότητες των διαφόρων κρατών. Κατά την τελετή έναρξης, που παρακολουθούν τηλεοπτικά δισεκατομμύρια θεατές, η παρέλαση των εθνών, όπου οι αθλητές παρελαύνουν με τις εθνικές τους ενδυμασίες, καθώς και οι τελετές απονομής μεταλλίων στους νικητές που φορούν αθλητικές φόρμες, είναι οι βασικές ευκαιρίες παρουσίασης των εθνικών ταυτοτήτων. Στη συγκεκριμένη εισήγηση, ανασκοπούμε (μέσω διαδικτύου) τις στολές της Ελληνικής Αθλητικής Αντιπροσωπείας στους Ολυμπιακούς Αγώνες για να ερευνήσουμε τα σχεδιαστικά στοιχεία που δηλώνουν την εθνική μας ταυτότητα. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τη μεγαλύτερη λαοφιλία και θεαματικότητα έχει το ποδόσφαιρο, γι’ αυτό οι διεθνείς ποδοσφαιρικοί αγώνες προσφέρουν επίσης τέτοιες ευκαιρίες.
ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ KAI AΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΣΤΟ ΤΟΠΙΚΟ
E΄ Συνεδρία
Linda Welters, Professor of Textiles, Fashion Merchandising and Design at the University of Rhode
The Spaleto: The Amalia Dress on Kythira
Kythira’s sartorial history is little known. The island is off the beaten track in the middle of three seas: Ionian, Cretan, and Aegean. Although part of the Ionian Islands, it is administered by the Attica prefecture. Kythira’s dress history begins with the Minoans, who arrived from Crete and settled in the area around Paliopoli. Sparsely populated in antiquity, it came under Venetian rule in 1204. Kythira saw an influx of Cretans fleeing the Turks in the seventeenth century, but the island never suffered more than a few years of Turkish rule. From 1815 to 1864 Kythira was administered by the English; it joined the Republic of Greece in 1864. During the reign of Otto and Amalia, Kythirians adopted a version of the Amalia costume as a folk dress. Everyone on the island and in the Kythirian diaspora knows and cherishes this outfit, which they call the «spaleto». Because Kithira is a fairly sizable island with 64 villages, minor details identified wearers as coming from either the northern or the southern part of the island. It is still worn by dance troupes who perform during the many village festivals held during the month of August. Some restaurants that specialize in traditional Greek fare display an ancestor’s spaleto under glass or in old photographs. One restaurant is even called «To Kokino Spaleto». The spaleto is also depicted on packaged foods from traditional bakeries. For Kythirians the world over, the spaleto in its various guises connects them to Greece and their island.
Ευφροσύνη Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, Αρχαιολόγος-Εθνογράφος
e.egoumenidou@ucy.ac.cy
Νόλη Μωυσή, Αρχαιολόγος-Ενδυματολόγος
Η «εθνική ενδυμασία» τύπου Αμαλίας στην Κύπρο
Στον απόηχο της Επανάστασης του 1821, στην οποία η Κύπρος συμμετείχε με εκατοντάδες εθελοντών, και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι δεσμοί της μεγαλονήσου με την Ελλάδα έγιναν ισχυρότεροι. Οι σχέσεις της υπό οθωμανικό ζυγό Κύπρου με την ανεξάρτητη πλέον Ελλάδα προσέλαβαν εθνικό χαρακτήρα, ο οποίος εκδηλώθηκε, μεταξύ άλλων, στην υιοθέτηση μιας φορεσιάς εμπνευσμένης από την ενδυμασία που καθιέρωσε στην ελληνική επικράτεια η βασίλισσα Αμαλία. Η ενδυματολογική παραλλαγή, που έμεινε γνωστή στην Κύπρο ως τύπου Αμαλίας, καθιερώθηκε πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα και επέζησε στην ύπαιθρο, ως γιορτινή και νυφική, μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ενώ η παρουσία της ως εθνικής ενδυμασίας προβάλλει μέχρι σήμερα σε παρελάσεις, παραδοσιακούς χορούς και άλλες εκδηλώσεις.
Η κυπριακή «Αμαλία» αφενός διατηρεί τα ενδυματολογικά στοιχεία του προτύπου της, έτσι ώστε να είναι αναγνωρίσιμη η προέλευσή της, αφετέρου διαφοροποιείται σε βαθμό ώστε η φορεσιά να είναι διακριτή ως κυπριακή παραλλαγή. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελεί το καλυμμένο με μαύρη φούντα φέσι, διακοσμημένο με «φιόρα», άνθη από ψιλό μαργαριτάρι και μεταξοκλωστές. Η κυπριακή «σάρκα» (ζακέτα) διαφέρει επίσης ως προς την κοπή, το ύφασμα και τον χρυσοκέντητο διάκοσμο.
Η κυπριακή «Αμαλία» θα ανιχνευθεί σε γραπτές πηγές (προικοσύμφωνα), απεικονίσεις (πορτρέτα, φωτογραφίες) και σωζόμενα δείγματα, θα προβληθούν επίσης οι διαφοροποιήσεις της σε αστική και αγροτική, καθώς και η εξέλιξη και η χρήση της σε σχέση με την κοινωνική διαστρωμάτωση.
Το 1954/55, ο φωτογράφος Απόστολος Βερβέρης, στην «Αμαλία» αναζήτησε την ελληνική ταυτότητα της Κύπρου και την απαθανάτισε στις –συχνά στημένες–φωτογραφίες του.
Σοφία Τσουρινάκη, Ερευνήτρια - Τεχνολόγος αρχαίου υφάσματος
tsourinaki1952@gmail.com
Οι Βρακούσες της Λέσβου: Το ένδυμα ως αναγνώριση και επικοινωνία ταυτότητας
Η βράκα στην Λέσβο, ως ενσώματη πρακτική, αποτέλεσε σημαντική συνιστώσα στην ταυτότητα της γυναίκας από την προ-εφηβική ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής της. Ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα το ένδυμα λειτούργησε και ως σημαντικό επικοινωνιακό μέσον αναγνώρισης και ταύτισης του ατόμου με την κοινότητα (αγροτική ή αστική).
Η παρουσίαση διερευνά τα παραδοσιακά στοιχεία κατασκευής των αγροτικών ενδυμάτων της Λέσβου, που υφάνθηκαν στον αργαλειό, σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές: (α) χρήση τοπικών κλωστικών υλικών, όπως προέκυπταν σε συγκεκριμένες περιοχές του νησιού, (β) επιλογή χρωστικών, ως έκφραση ατομικής αλλά και συλλογικής ταυτότητας, (γ) σχεδίαση των υφασμάτων με απλές ή σύνθετες διατάξεις που εμπεριείχαν τοπικά κατανοητούς συμβολισμούς, και(δ) γλωσσικοί προσδιορισμοί που ορίζονταν από τα υλικά, τη μορφή, τους διαφορετικούς τρόπους ραφής και αμφίεσης του ενδύματος. Οι παραπάνω αρχές, ως δηλωτικά στοιχεία εντοπιότητας (προέλευσης) προσδιόριζαν με αναγνωρίσιμο τρόπο τη σχέση ατόμου και κοινότητας, ενώ παράλληλα συνδέουν το ένδυμα με τον γεωγραφικό παράγοντα της Λέσβου αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας.
Σήμερα η λειτουργική σημασία της βράκας ως αγροτικό ένδυμα έχει παραμεριστεί. Η νοσταλγική της ανάμνηση αναβιώνει σε εθνικές επετείους, σχολικές γιορτές, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις τοπικών χορευτικών συλλόγων αλλά και στη σχεδιαστική της μεταφορά τουριστικών αντικειμένων προς πώληση. Εντούτοις, μέσα στις πολλές πτυχές του ενδύματος έχουν εναποτεθεί πολλές από τις προσδοκίες φύλου και ατόμου. Σύμφωνα με τις προσωπικές αναμνήσεις των ηλικιωμένων γυναικών που τηφορούσαν, εξακολουθεί να αποκωδικοποιείται η κοινωνική, τελετουργική και συμβολική σχέση ατόμου και κοινότητας.
Μαρίνα Βρέλλη-Ζάχου, Καθηγήτρια Λαογραφίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
mvrelli@uoi.gr
Το γιαννιώτικο πιρπιρί
Η ανακοίνωση στοχεύει σε μια ολιστική προσέγγιση και επανεξέταση όλων όσων γνωρίζουμε (και όλων όσων θα θέλαμε να γνωρίζουμε) για το μεγαλοπρεπέστερο ένδυμα της γυναικείας αρχοντικής φορεσιάς τής πόλης των Ιωαννίνων κατά τους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας, το πιρπιρί, το οποίο αποτέλεσε κορυφαίο έργο της ραπτικής και κεντητικής δεξιότητας και του καλλιτεχνικού αισθητηρίου των ραφτάδων και χρυσοραφτάδων της πόλης, συνδέθηκε με τη γενικότερη ανάπτυξη των λαϊκών τεχνών στα οικονομικά ακμάζοντα τότε Γιάννινα, και έφτασε, εν τέλει, να συμβολίζει την ακμή τους και την πολιτισμική παράδοσή τους μέχρι σήμερα, ενώ συχνά το βλέπουμε να εγκαταλείπει τη μουσειακή θέση του, να φοριέται αναμνηστικά ως τοπικό σύμβολο στις μεγάλες γιορτές και τις ιστορικές ημέρες του έθνους και, ακόμα, να εμπνέει κατά καιρούς, δημιουργικά και ποικιλότροπα, την εγχώρια αστική μόδα.
ΟΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
ΣΤ΄Συνεδρία
Γιώργος Ναθαναήλ, Δρ. Λαογραφίας ΔΠΘ
Εικαστικές απεικονίσεις του Δημητρίου- Θεμιστοκλή Βισβίζη
Η μελέτη αυτή έγινε με αφορμή τα 200 χρόνια που συμπληρώνονται φέτος από την Επανάσταση του 1821. Αποσκοπεί να εξετάσει τις απεικονίσεις με φουστανέλα του νεαρού Θ. Βισβίζη. Ήταν γιος των Θρακιωτών αγωνιστών Δόμνας και Αντώνη Βισβίζη, με καταγωγή από την Αίνο της Ανατολικής Θράκης. Οι απεικονίσεις αυτές έχουν φιλοτεχνηθεί από Γάλλους καλλιτέχνες του 19ου αιώνα. Θα ερευνηθούν επίσης και όσα, ιστορικού, κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου, συμπεράσματα προκύψουν. Η μελέτη έχει δύο μέρη: το πρώτο είναι το κείμενο και το δεύτερο ένα παράρτημα με όλο το σχετικό υλικό της έρευνας. Συγκεκριμένα, θα παρουσιαστούν τα παρακάτω έργα: λιθογραφία του Nicolas-Eustache Maurin, από το ζωγραφικό έργο της Adelaide Tardieu, δύο λιθογραφίες βασισμένες σε έργα του Sébastien Melchior Cornu, η μία εξ αυτών του H. Brunet, και ένα σχέδιο με μολύβι και κραγιόν του Jean Baptiste Dupré.
Σε όλα αυτά τα έργα, ο Βισβίζης απεικονίζεται σε νεαρή ηλικία: στην πρώτη λιθογραφία σε μπούστο, στα υπόλοιπα έργα ολόσωμος. Κατά την ανάπτυξη του θέματος θα γίνει αναφορά στην ανδρική φορεσιά της Θράκης και στη φουστανέλα. Θα επισημανθεί επίσης η συχνότητα απεικόνισης της φουστανέλας ως «εθνικής ενδυμασίας» στο πλαίσιο του φιλελληνισμού, λειτουργώντας παράλληλα και ως «σύμβολο ελληνικότητας».
Μαρία Γ. Μόσχου, Δρ. Ιστορίας της Τέχνης
moschoumaria@yahoo.com
Εθνική ταυτότητα και πτυχές της επιθυμίας για το μοντέρνο:
«Ποδηλάτες μεταμφιεσμένοι σε τσολιάδες»του Γιάννη Τσαρούχη
Αντικείμενο της ανακοίνωσης είναι η σειρά μεσοπολεμικών έργων του Γιάννη Τσαρούχη «Ποδηλάτες μεταμφιεσμένοι σε τσολιάδες» (1910-1989). Η ανάλυση βασίζεται στην προσέγγιση δυτικοευρωπαϊκών αξιών του μοντερνισμού και την απορρόφησή τους από τους Έλληνες καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου στο πλαίσιο αιτημάτων προσδιορισμού εθνικής ταυτότητας και της συζήτησης περί ελληνικότητας κατά τη δεκαετία του 1930.
Όπως αναφέρει ο Τσαρούχης, ο ποδηλάτης, μεταμφιεσμένος «πρόχειρα σε τσολιά για τις Απόκριες», αποτέλεσε το θέμα των περισσότερων έργων που ζωγράφισε κατά την πρώτη του επίσκεψη στο Παρίσι, μεταξύ 1935-1936. Κατά την εκεί διαμονή του, ο ζωγράφος γνώρισε τους Henri Matisse, Alberto Giacometti, Henri Laurens και τον εκδότη-τεχνοκρίτη Στρατή Ελευθεριάδη-Tériade, στο σπίτι του οποίου είδε έργα του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ. Το διάστημα αυτό αποτελεί σημείο αναφοράς στην καλλιτεχνική πορεία του Τσαρούχη, που είχε ήδη διακόψει τη συνεργασία του με τον Φώτη Κόντογλου (1934) και, κατά δήλωσή του, άρχισε να ενδιαφέρεται «για τη δυτική πρωτοπορία».
Παρά το ασυνήθιστο θέμα, τον τόπο δημιουργίας τους και την ιδιαιτέρως σημαντική χρονική φάση για τη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής ταυτότητας του Τσαρούχη, οι τσολιάδες-παρισινοί ποδηλάτες δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης. Με έμφαση σε ενδυματολογικά στοιχεία, στην ανακοίνωση τεκμηριώνεται η σχέση του Τσαρούχη με τη λαϊκή παράδοση πριν και μετά τη δημιουργία των ποδηλατών-τσολιάδων (επαφές με την Αγγελική Χατζημιχάλη και το Λύκειο των Ελληνίδων, συνεργασία με την Έλλη Παπαδημητρίου, έργα με φουστανελάδες και γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές).
Επιπλέον, η παροιμιώδης αγάπη του ζωγράφου για τις μεταμφιέσεις και το θέατρο λαμβάνονται υπόψη ως παράγοντες που καθόρισαν την αισθητική τόσο του έργου του όσο και της προσωπικής του ταυτότητας.
Αριστούλα Τόλη, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια ΣΕΦΑΑ ΕΚΠΑ
toliaristoula@gmail.com
Οι τοπικές ενδυμασίες στο φωτογραφικό έργο «Μίτος» του Μιχαήλ Παππά: Μια εθνογραφική προσέγγιση του καλλιτεχνικού έργου
Οι φωτογραφίες και ευρύτερα οι εικόνες εμπλέκονται σε ποικίλες πολιτισμικές αξίες και πρακτικές, ενώ συχνά ενδυναμώνουν αναπαραστάσεις που σχετίζονται με την κατασκευή ταυτοτήτων σε τοπικό και υπερτοπικό πλαίσιο. Η οπτική ανθρωπολογία αφορά τόσο στην πρόσληψη όσο και στην παραγωγή της εικόνας εφαρμόζοντας τη μελέτη της οπτικής και εστιάζοντας στο πολιτισμικό νόημα των οπτικών εκφράσεων αντίστοιχα. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι η ανάδειξη των διαφόρων πτυχών του φωτογραφικού έργου «Μίτος/το νήμα της Ελλάδας» που έχει ως κεντρικό θέμα τις τοπικές ενδυμασίες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, σε αγροτικά και αστικά τοπία. Η καλλιτεχνική δημιουργία γίνεται η αφετηρία για τη νοηματοδότηση ποικίλων όψεων της πολιτικής της εικόνας με τη χρήση κυρίως υλικών στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού, εγείροντας ξανά τη ρητορική περί «εθνικών ενδυμασιών». Οι εικόνες επομένως, σε αυτό το πλαίσιο έρευνας, καθίστανται συμβολικές μορφές που «καταναλώνονται» στα ψηφιακά μέσα και τυγχάνουν απήχησης τόσο στο εγχώριο όσο και στο διεθνές κοινό. Το συγκεκριμένο φωτογραφικό αφιέρωμα, παρά τις καλλιτεχνικές επιδιώξεις σε πρώτο επίπεδο, φιλοδοξεί μέσω της φόρμας, της τεχνικής και του περιεχομένου να αναδείξει στοιχεία του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, της ιδιοσυγκρασίας των δημιουργών του, επικαιροποιώντας τους μηχανισμούς της παράδοσης ως διαδικασίας. Η έννοια της παράδοσης συνδέεται με αφηγήματα που συχνά εγείρουν στερεοτυπικές αντιλήψεις, παραμένει όμως ενεργή βιωμένη εμπειρία στην καθημερινότητα των εκφραστών της, γεγονός που προσδίδει την ιδιαιτερότητα στο ελληνικό παράδειγμα. Μεθοδολογικά, στην εργασία ακολουθείται η εθνογραφική μέθοδος για τη συλλογή και παραγωγή των δεδομένων. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται η αυτοβιογραφική μέθοδος ως απόρροια έρευνας ιστορίας ζωής μέσα από δομημένη συνέντευξη ανοιχτού τύπου και συμμετοχική παρατήρηση καθ’ όλη τη διάρκεια υλοποίησης του έργου.
Ελευθερία Βερούση, Σκηνογράφος-Ενδυματολόγος, Θεατρολόγος, Μουσικός
eleftheriaverousi@yahoo.gr
Ethnic Manga
Τα Ethnic Manga είναι μια εικαστική πρόταση παρουσίασης των εθνικών ενδυμασιών της Ελλάδας (και όχι μόνο) μέσα από τη δημοφιλή και διαχρονική τέχνη των Manga. Manga ονομάζονται τα ιαπωνικά κόμικς συγκεκριμένης τεχνοτροπίας με έμφαση στις γραμμές, ωστόσο η ακριβής μετάφραση της λέξης είναι «τυχαίες (ή παράξενες) εικόνες».
Τα Ethnic Manga είναι αποτέλεσμα ενοποίησης δύο παραδόσεων: αφενός της ιαπωνικής παραδοσιακής τέχνης των Manga και αφετέρου της εκάστοτε τοπικής παράδοσης και ενδυμασίας. Προκειμένου να στρέψουν το ενδιαφέρον του νεότερου κοινού στο αντικείμενο της εθνικής ενδυματολογίας, φέρνουν τα κόμικς στα τοπικά δεδομένα, αλλά και τα τοπικά δεδομένα στα κόμικς.
Βασικοί πυλώνες της εικαστικής παρουσίασης είναι η αγάπη για την εθνική ενδυμασία και η έρευνά της σε πρωταρχικό στάδιο, σε συνδυασμό με την ανάγκη για καλλιτεχνική απόδοση. Στόχος είναι η ανάδειξη των ποικίλων τοπικών ενδυμασιών, καθώς και η διάδοσή τους στις νεότερες γενιές, αποδίδοντας μια σύγχρονη διάσταση και οπτική, γνώριμη ωστόσο σε κάθε ηλικιακή ομάδα.
Η ιδέα προέκυψε από την τέχνη Cosplay (costume play), τη μιμητική απόδοση και αναπαράσταση κοστουμιών, συνήθως βιντεοπαιχνιδιών, anime, comic ή manga. Συνεπώς, το Cosplay στοχεύει να δώσει ζωή και ρεαλιστική υπόσταση στις παραπάνω κατηγορίες τέχνης μη ρεαλιστικού χαρακτήρα. Τα Ethnic Manga, αντιστρέφοντας τα δεδομένα του Cosplay, «φορούν» τις τοπικές ενδυμασίες της Ελλάδας στις μη ρεαλιστικές φιγούρες Manga.
Z΄Συνεδρία
Ίλια Λακίδου, Δρ. Θεατρολογίας, Μέλος ΕΔΙΠ, ΤΘΣ ΕΚΠΑ
Οι Πανέλληνες στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη:
1964, Άρμα Θεάτρου και Εθνικό Θέατρο
Το 1964 ανέβηκε από δύο διαφορετικούς θιάσους η «Ειρήνη» του Αριστοφάνη: από το Άρμα Θεάτρου στο Παναθηναϊκό Στάδιο (26/06/1964) και από το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο (18/07/1964). Ο Σπύρος Βασιλείου και ο Γιώργος Βακαλό υπέγραψαν τα σκηνικά και τα κοστούμια των δύο παραστάσεων. Ο Χορός ντύθηκε από τους δύο καλλιτέχνες με επιλογές από τοπικές φορεσιές με σκοπό να ανταποκριθούν τα δύο ανεβάσματα αφενός στην προβληματική περί εκσυγχρονισμού του Αριστοφάνη και αφετέρου για να αποδοθεί η έννοια του πανελληνισμού που διατρέχει το συγκεκριμένο έργο του αρχαίου κωμωδιογράφου. Θα εξετάσουμε την τελική υλοποίηση της ίδιας ιδέας από δύο διαφορετικούς ζωγράφους-σκηνογράφους με βάση οπτικά τεκμήρια και κείμενα που παρουσιάζουν τις αισθητικές επιλογές αλλά και την υποδοχή τους από την κριτική. Μέσα από αυτό το παράδειγμα αναδεικνύεται μια προβληματική για το πώς η τοπική φορεσιά μπορεί να γίνει θεατρικό κοστούμι και ποιές είναι οι αισθητικές επιλογές που καθιστούν ένα ρούχο, ένδυμα ρόλου και όχι μια «στολή». Αφετηρία της προσέγγισης είναι η ίδια η πρόσληψη των δύο σκηνικών λύσεων, καθώς ο Γιώργος Βακαλό επιλέγει να χρησιμοποιήσει «αυθεντικές» τοπικές φορεσιές που δίνουν την εντύπωση στο πληροφορημένο κοινό (δημοσιογράφους και κριτικούς) ότι μεταφέρονται αυτούσιες «στολές» στην ορχήστρα της Επιδαύρου, κι έτσι ρούχα με πολύ συγκεκριμένες συνδηλώσεις δεν μπορούν, κατά την κρίση τους, να υποστηρίξουν την αριστοφανική θεατρικότητα. Και από την άλλη η λύση του Βασιλείου –αναμειγνύονται στοιχεία εθνικής φορεσιάς, όπως η φουστανέλα, με στοιχεία της αρχαίας ενδυμασίας μαζί με κοστούμια που στηρίζονται σε συνειδητές παρεμβάσεις στη χρήση της τοπικής φορεσιάς– γνωρίζει την έγκριση της κριτικής, την αποδοχή από τον θεατρικό χώρο και οδηγεί στην επιλογή του σκηνογράφου για το ανέβασμα της «Βαβυλωνίας» από το Θέατρο Τέχνης την αμέσως επόμενη χρονιά (1965). Η ανάλυση, τέλος, συσχετίζει το τελικό σκηνικό αποτέλεσμα με τα καλλιτεχνικά προτάγματα αλλά και τη θέση των δύο θιάσων και των συνεργαζόμενων σκηνογράφων.
Χρύσα Μάντακα, Επ. καθηγήτρια ενδυματολογίας ΑΠΘ, Σκηνογράφος-Ενδυματολόγος, Διδάκτορας Θεάτρου
chmantak@thea.auth.gr
Μαρτυρίες σχετικά με την «εθνική» ενδυμασία στο θέατρο και τον κινηματογράφο και την επενέργειά της στη διαδικασία συγκρότησης της εικαστικής ταυτότητας του ρόλου
Η μελέτη επικεντρώνεται στην έρευνα υλικού παραστασιολογίας και φιλμογραφίας ώστε να καταγραφούν και να μελετηθούν σύγχρονες προσεγγίσεις των ενδυματολόγων του θεάτρου και του κινηματογράφου στο ζήτημα δανειοδότησης και ανάπλασης στοιχείων από την «εθνική» ενδυμασία.
Με στόχο την ιχνηλάτηση στοιχείων για την ιστορική και μορφολογική εξέλιξη των ενδυματολογικών προτάσεων εξετάζουμε συγκριτικά επιλεγμένες παραγωγές, λαμβάνοντας το δραματουργικό/σεναριακό υλικό ως αρχικό έρεισμα, δεξαμενή ιδεών και αποθετήριο ιστορικής μνήμης για την έμπνευση των συντελεστών της παράστασης και της ταινίας μυθοπλασίας.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο εξετάζουμε τις συνθήκες παραγωγής του ενδυματολογικού έργου και τους τρόπους με τους οποίους αυτές επηρεάζουν τη διαμόρφωση του τελικού αισθητικού αποτελέσματος. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: σε ποιό βαθμό επενεργεί η «εθνική» ενδυμασία στη συγκρότηση της εικαστικής ταυτότητας του ρόλου υπό τις παραπάνω συνθήκες; Εντέλει, υπάρχουν κριτήρια αξιολόγησης για την ποιότητα της αναπαράστασής της;
Aφετηρία για την έρευνα αποτελούν τα κοστούμια του σκηνογράφου-ενδυματολόγου Νίκου Πολίτη για την ταινία μυθοπλασίας «Τον καιρό των Ελλήνων» (1981) του Λάκη Παπαστάθη, καθώς και το έργο ενδυματολόγων για θεατρικά έργα που παρουσιάστηκαν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Σοφία Παντουβάκη, Σκηνογράφος - Καθηγήτρια Ενδυματολογίας για το Θέατρο και τον Κινηματογράφο, Πανεπιστήμιο Aalto (Φινλανδία)
sofsceno@gmail.com
Το οπερατικό κοστούμι ως σύμβολο εθνικής ταυτότητας:
Το παράδειγμα της όπερας «Κώστας Καρυωτάκης» (Μ. Θεοδωράκη)
Η δίπρακτη όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» του Μίκη Θεοδωράκη, σε λιμπρέτο του ίδιου βασισμένο σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη και Κώστα Βάρναλη, αποτελεί ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του συνθέτη. Το έργο δανείζεται πρόσωπα και γεγονότα που συμβολίζουν «μια στιγμή» μέσα στη ροή της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας, τα οποία παρουσιάζονται με ακολουθία δραματουργική, και όχι χρονολογική, που ξεκινά από το 1928, συνεχίζει στο 1942, στη συνέχεια πηγαίνει στο 1850, γυρίζει στο 1948 και καταλήγει στο 1980, χρονολογία περίπου σύγχρονη με το έτος δημιουργίας του έργου (1987). Ανάμεσα στα πρόσωπα της όπερας που έχουν εννοιολογική διάσταση (Διόνυσος, Ρωμιοσύνη, Ποιητής), υπάρχουν πρόσωπα με πιο ρεαλιστική διάσταση (Δημοσιογράφος, Υφυπουργός Πουνέντες) που έχουν ρόλο συμβολικό, υπηρετώντας τον διττό ρόλο της όπερας, ως φάρσα-τραγωδία/τραγωδία-φάρσα. Στα τελευταία συγκαταλέγονται οι χαρακτήρες του Βασιλιά και της Βασίλισσας που, στις αντίστοιχες σκηνές της όπερας, αναφέρονται συγκεκριμένα στον Όθωνα και στην Αμαλία (σκηνή τοποθετημένη στο 1850) και στον Παύλο και στη Φρειδερίκη (σκηνή τοποθετημένη στο 1948). Η παρούσα ανακοίνωση εστιάζει σε αυτά τα δύο πρόσωπα της όπερας –τον Βασιλιά και τη Βασίλισσα– και εξετάζει τις αναπαραστάσεις τους μέσα από τα κοστούμια τους στα δύο σκηνικά ανεβάσματα του έργου από την Εθνική Λυρική Σκηνή: το πρώτο του 1987 (παγκόσμια πρώτη παρουσίαση του έργου), με ενδυματολόγο τον Γιώργο Πάτσα, και το δεύτερο το 2000 με ενδυματολόγο την Bettina Weiss. Η μελέτη διερευνά πώς το οπερατικό κοστούμι, μέσα από δύο ξεχωριστές ερμηνείες, αναδεικνύει δύο διαφορετικές διαστάσεις «εθνικής» ταυτότητας.
ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ, ΧΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΕΝΔΥΜΑΣΙΩΝ
H΄Συνεδρία
Πηνελόπη Λαλιώτη, Συντηρήτρια Υφάσματος, Μέλος χορευτικού ομίλου «Ορφεύς», Μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων του ΕΑΠ
Εθνικές ενδυμασίες: Πολιτιστικός τουρισμός και «nation branding»
Οι ελληνικές ενδυμασίες αποτελούν τεκμήριο για τη διάρθρωση, τον πολιτισμό και τη γλώσσα επικοινωνίας των τοπικών κοινωνιών. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου χάνουν τον τοπικό τους χαρακτήρα και ενσωματώνονται στη συλλογική εθνική ταυτότητα. Μέσα στα χρόνια, οι φορεσιές άλλαξαν και αλλάζουν χρήση και αντιμετώπιση, ξεχάστηκαν, αλλοιώθηκαν, αναβίωσαν, εκτίθενται σε μουσεία, αποτελούν πηγή έμπνευσης για τη μόδα, γίνονται σουβενίρ, κούκλες, κ.ά.
Η αναβίωση των τοπικών ενδυμασιών μέσα από ποικίλες εκδηλώσεις, εθνικές, τουριστικές, σχολικές, φεστιβάλ, κ.ά., τις εντάσσει και στον χώρο του φολκλορισμού. Από τη Δόρα Στράτου έως τα σύγχρονα χορευτικά συγκροτήματα, οι φορεσιές αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο πολιτιστικών δράσεων. Καθώς παύουν να είναι ένα ένδυμα που φοριέται στην καθημερινότητα, αλλάζουν οι συμβολισμοί και οι κώδικες, χωρίς να σταματά εντούτοις η ανάγκη για τη χρήση τους. Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι να μελετήσει τον τρόπο που παρουσιάζονται σε αυτές τις περιπτώσεις οι ενδυμασίες και πώς αυτός συμβάλλει στην εδραίωση της εθνικής ταυτότητας, αλλά και πώς προσαρμόζονται για να επιτύχουν αυτόν τον σκοπό. Παράλληλα, εξετάζεται και η ένταξη των ενδυμασιών στο «nation branding» της χώρας και πώς αυτό συνδυάζεται με τις πολιτιστικές εμπειρίες αλλά και με την αναβίωση παραδοσιακών τεχνικών κατασκευής. Διερευνάται επίσης το πώς συμβάλλουν στην εικόνα και την προβολή του κράτους. Η «ανάγνωσή» τους αλλάζει και για τον θεατή και για εκείνον που τις φοράει. Οι «εθνικές ενδυμασίες» ξεκινούν μια σύγχρονη, διαφορετική «συνομιλία».
Βενετία Κουτσού, Ενδυματολόγος-Σχεδιάστρια, Λέκτορας Εφαρμογών, Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος, Τμήμα Δημιουργικού Σχεδιασμού και Ένδυσης
venetia@ihu.gr
Περικλής-Νικόλαος Μυκωνιάτης, Ιστορικός Τέχνης, Διδάσκων, Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος, Τμήμα Δημιουργικού Σχεδιασμού και Ένδυσης
nikos.mykoniatis@gmail.com
Το «ένδυμα της ελευθερίας», εθνικές ενδυμασίες, σύγχρονες ενδυματολογικές προσεγγίσεις και ερμηνείες
Η παρούσα ανακοίνωση ασχολείται με την πορεία του σχεδιασμού ενός σύγχρονου ενδύματος μέσα από τη μελέτη εκδοχών της εθνικής ενδυμασίας και την ερμηνεία της στην αλληλεπίδρασή της με το αισθητικό περιβάλλον της Ελληνικής Επανάστασης.
Στόχος είναι να παρουσιαστεί η διαδικασία μεταφοράς των ιστορικών γεγονότων αλλά και των ισχυρών συμβολισμών στον σχεδιασμό ενός σύγχρονου ενδύματος. Επιπλέον, επιδιώκει να αποκαλύψει τη μεθοδολογία την οποία χρησιμοποιεί ένας σχεδιαστής Μόδας για να προσεγγίσει τη συγκεκριμένη θεματική στη διάρκεια της έρευνάς του για τη συλλογή στοιχείων από την Ελληνική Επανάσταση, ώστε να συγκροτήσει την τελική του ιδέα, η οποία θα αποτυπωθεί τελικά στο ένδυμα.
Σημεία κύριας αναφοράς γίνονται δημοφιλείς ιστορίες της Επανάστασης που μετατράπηκαν σε μύθους, όπως για παράδειγμα ο πνιγμός της Ευφροσύνης Βασιλείου στη λίμνη των Ιωαννίνων ή η ομαδική αυτοκτονία των γυναικών στο όρος Ζάλογγο. Σε άλλες περιπτώσεις σημαντικό ρόλο παίζουν οι εικαστικές αποτυπώσεις επιμέρους πτυχών της ζωής της επαναστατημένης Ελλάδας.
Η ανακοίνωση ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των αποτελεσμάτων μιας τέτοιας διαδικασίας σχεδιασμού και κατασκευής ενδυμάτων, όπως αυτά προέκυψαν στο πλαίσιο του Σεμιναρίου Δημιουργίας Ενδύματος, κατά το χειμερινό εξάμηνο 2019-2020, με θέμα την Ελληνική Επανάσταση, από φοιτητές του Τμήματος Δημιουργικού Σχεδιασμού και Ένδυσης του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδας (ΔΙΠΑΕ).
Νάντια Μαχά-Μπιζούμη, Επ. καθηγήτρια Λαογραφίας, Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
nantia.macha@gmail.com
Αισθητικές όψεις της ελληνικότητας και η σύνδεσή τους με τη σύγχρονη διαχείριση του λαϊκού ενδυματολογικού πολιτισμού
Η ανακοίνωση, με αφορμή τα ενδύματα μόδας με έμπνευση τις ελληνικές τοπικές ενδυμασίες στις εμφανίσεις ανά την Ελλάδα της Προέδρου της Επιτροπής «Ελλάδα 1821», Γιάννας Αγγελοπούλου, πραγματεύεται τις αισθητικές όψεις της ελληνικότητας στις μέρες μας, με αφορμή τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Οι «πειραγμένοι» ενδυματολογικοί πολιτισμοί της «εντοπιότητας», με νέο συμβολικό φορτίο στα χρόνια της μετανεωτερικότητας, λειτουργούν ως μέσο διαπίστευσης στον «έξω κόσμο», «μια φρέσκια ματιά του ποιοί είμαστε». Παράλληλα όμως, εντάσσονται στις επιλογές στρατηγικής της Επιτροπής Χειροτεχνίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων για τη δημιουργία παραγωγικών πεδίων που σχετίζονται με τη χειροτεχνική δραστηριότητα και τη σύνδεσή της με την κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη.
Ζητήματα που θα μάς απασχολήσουν αφορούν: (α) στην πολιτική διάσταση του ενδύματος και στη χρήση του ως πεδίου άρθρωσης πολιτικού λόγου, (β) στον δυναμικό επικοινωνιακό ρόλο του, (γ) στη χρήση της υλικότητάς του ως έκφρασης συγκεκριμένων ιδεολογικών αντιλήψεων και νοημάτων ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένων, αλλά και (δ) στη σύγχρονη διαχείριση του λαϊκού ενδυματολογικού πολιτισμού και στη σύνδεσή του μέσω των παραδοσιακών τεχνών και τεχνικών με τη βιώσιμη ανάπτυξη.